Σχολική μελέτη του εθίμου της σκυριανής αποκριάς

αποκρια σκυρο

Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

αποκρια σκυρο

Η λέξη αποκριά γενικά δηλώνει ολόκληρο το χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων του Τριωδίου, πριν αρχίσει η περίοδος νηστείας που οδηγεί στη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα. Η περίοδος του Τριωδίου ξεκινά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν, ότι άρχιζαν οι αποκριές. Η πρώτη εβδομάδα τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου. Η εβδομάδα αυτή γιορτάζεται με γλέντια και φαγοπότια χωρίς κανένα θρησκευτικό περιορισμό. Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω, ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας (από + κρέας) όλης της περιόδου του Τριωδίου.
Η τρίτη, τέλος, εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου. Από τη Δευτέρα, μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, άρχιζε η αποχή από το κρέας και επιβαλλόταν η χρήση τυριού και γαλακτερών σαν ενδιάμεση άσκηση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας.
Από την Καθαρή Δευτέρα, αμέσως μετά την Κυριακή της Τυρινής, όλοι οι κανονισμοί της νηστείας επανέρχονται σε ισχύ. Ωστόσο η ελεύθερη χρήση του κρασιού μετατρέπει αυτή τη Δευτέρα σε αποκορύφωμα της αποκριάς.
Από την προτελευταία Κυριακή, την Κυριακή της Απόκρεω, πήρε την ονομασία της ολόκληρη η περίοδος των τριών εβδομάδων (από Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Τυροφάγου) πριν από την Καθαρή Δευτέρα, πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Όλη αυτή η περίοδος ονομάζεται λαϊκά και χωρίς μεγάλη συνέπεια “αποκριά” ή “αποκριές” ή “απόκριες”, δηλαδή μέρες αποχής από το κρέας, σε αντίθεση με τη “Σαρακοστή”, δηλαδή τις σαράντα μέρες νηστείας.

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

     Τόσο για τις πόλεις όσο και για την ύπαιθρο οι απόκριες είναι περίοδος χαράς και διασκέδασης, μια χαρούμενη παρένθεση, ανάμεσα στη λατρεία του Δωδεκάμερου, που είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και στη νηστεία της Σαρακοστής.
Ο εορτασμός της αποκριάς στις πόλεις, γνωστός περισσότερο με την ονομασία καρναβάλι, προγραμματισμένος και τυποποιημένος, διαμορφώθηκε από την αρχή με καθαρά ψυχαγωγικούς σκοπούς, όπως το σύγχρονο Πατρινό καρναβάλι. Αντίθετα, ο παραδοσιακός εορτασμός στην ύπαιθρο διατηρεί μέρος ακόμη απ’ τον παλιό μαγικοθρησκευτικό χαρακτήρα του. Με τις συνεστιάσεις και τις διασκεδάσεις που ακολουθούν τονώνει τους συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς των κατοίκων κάθε χωριού.
Το κύριο γνώρισμα της αποκριάς αποτελούν οι μεταμφιέσεις, ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής, τις δυνατότητες μεταμφίεσης και την παράδοση του τόπου. Πολλές φορές οι μεταμφιεσμένοι σχηματίζουν ομίλους και δίνουν υπαίθριες, κωμικού περιεχομένου, παραστάσεις με ποικίλα θέματα. Η εξωτερίκευση του κάθε θέματος και του κάθε χαρακτήρα έχει ιδιαίτερη μορφή και περιεχόμενο στενά δεμένο με την τοπική πραγματικότητα.

ΟΙ ΣΚΥΡΙΑΝΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

     αποκρια σκυροΣτη Σκύρο, όπως και σ’ ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, οι αποκριές είναι λαϊκές γιορτές ευθυμίας, που παράλληλα με το γενικό ξεφάντωμα, τους χορούς και τα τραγούδια, διατηρούν το κοινό χαρακτηριστικό των μασκαρεμένων γλεντοκόπων.
Ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές της Σκυριανής αποκριάς, ξεχωρίζει σαν μοναδική στον ελληνικό χώρο, μια τριάδα μεταμφιεσμένων που αποτελείται από τον “γέρο”, την “κορέλα” και τον “φράγκο”. Οι μεταμφιεσμένοι σχηματίζουν ομίλους που περιέρχονται το χωριό, δίνοντας με την παρουσία τους έναν τόνο χαράς και μυστηριακού μεγαλείου.
Από την αρχή του Τριωδίου, με έξαρση κατά τις εβδομάδες της Κρεοφάγου και της Τυρινής, αυτό το περίεργο θέαμα συναντάται καθημερινά στον κεντρικό δρόμο της αγοράς και στα σοκάκια της χώρας της Σκύρου. Σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν γιορτάζεται με τόση ζωντάνια, τόσο μεγάλη συμμετοχή του λαού και ίσως πουθενά αλλού δεν παρουσιάζει τόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον εξαιτίας της μυστηριακής μεταμφίεσης των εορταστών. Οι μεταμφιεσμένοι είναι πάντοτε και οι τρεις άντρες, ενώ οι γυναίκες δεν μετέχουν κατά κανόνα στις μεταμφιέσεις.

Ο “ΓΕΡΟΣ”

     Ο “γέρος” που είναι η κυρίαρχη μορφή της μασκαρεμένης συντροφιάς, παριστάνει γέρο-τσοπάνη ζωσμένο με κουδούνια. Κάτω φοράει άσπρο μάλλινο κοντοβράκι (“κοντοβράτσι”) των τσοπάνηδων, άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα (“τροχαδόκαλτσες”) και πέτσινα σανδάλια (“τροχάδια”). Οι “τροχαδόκαλτσες” καλύπτουν μόνο τις κνήμες και στερεώνονται κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες (“καρτσδέτες”).
Στο πάνω μέρος του σώματος, μέχρι τη μέση, φοράει την τσοπάνικη κάπα (“καπότο”), μαύρου χρώματος, γυρισμένη ανάποδα για να είναι απέξω το μαλλιαρό μέρος και να φαίνονται οι μακριές τρίχες. Η κουκούλα του “καπότου” σκεπάζει το κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών (“ζουνάρι”), που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα.
Το πρόσωπο το κρύβει με μάσκα (“μτσούνα”) από προβιά μικρού γιδιού με δύο τρύπες για τα μάτια. Στη μέση ζώνεται καμιά πενηνταριά τσοπάνικα κουδούνια που στερεώνονται από τους ώμους και στο χέρι κρατάει το τσοπάνικο στραβοράβδι στολισμένο στη λαβή με αγριολούλουδα.
Ο τρόπος που δένονται τα κουδούνια στη ζώνη της μέσης είναι αρκετά έξυπνος, έτσι που να επιτρέπει να φοριούνται πολλά κουδούνια, χωρίς να στομώνουν από την επαφή τους με την κάπα. Οι άκρες του “καπότου” είναι γυρισμένες στη μέση για ν’ αφήνουν τελείως ελεύθερη τη μάζα των κουδουνιών. Κάθε κουδούνι κρατιέται από έναν κρίκο με τον οποίο φοριέται στα πρόβατα κι αυτοί οι κρίκοι είναι περασμένοι σ’ ένα σχοινί (“λιτάρι”) γύρω στη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς ο “γέρος” χοροπηδάει.
Ο “γέρος” προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια που είναι περασμένα σ’ αυτή, να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς κι εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται και “σείεται”, και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών.
Η ονομασία του “γέρου” οφείλεται μάλλον στη γεροντική εμφάνιση γι’ αυτό και φοράει ψεύτικη καμπούρα.

αποκρια σκυροΗ “ΚΟΡΕΛΑ”

     Η “κορέλα” είναι άντρας ντυμένος με Σκυριανά γυναικεία ρούχα. Κάτω φοράει μια κεντητή φούστα (“σκούτα”)· πάνω απ’ αυτήν ένα άσπρο πλισεδένιο μεσοφόρι (“κολοβόλι”) και μια κεντημένη ποδιά. Στο πάνω μέρος του σώματος φοράει μεταξωτά πουκάμισα κι από πάνω χρυσοΰφαντο “μεντενέ”. Στη μέση δένεται μια φαρδιά ζώνη που κλείνει με πόρπες (“κλειδοτήρια”). Η “κορέλα” σκεπάζει το κεφάλι με κίτρινο μαντήλι απ’ το οποίο προβάλλουν ψεύτικες πλεξούδες μαλλιών με μεταξωτές κορδέλες και κρύβει το πρόσωπο με χάρτινη γυναικεία μουτσούνα. Στα πόδια φοράει “τροχάδια”.
Η “κορέλα” κρατάει στο χέρι ένα μαντήλι, που το κουνά, χορεύοντας γύρω από το “γέρο”, όταν αυτός προχωρά, ή στέκεται και τραγουδά τον ιδιαίτερο αποκριάτικο σκοπό, που έχει τ’ όνομά της (“της κορέλας”), όταν ο “γέρος” στέκεται, για να ξεκουραστεί, σείοντας πάντα τα κουδούνια του.
Η ονομασία “κορέλα” προέρχεται ίσως από το “κόρη” ή μάλλον από το “κουρέλα” – στη Σκύρο το κουρέλι το λένε “κορέλι” – για την ατημελησιά και την προχειρότητα της αμφίεσης, τουλάχιστον στην αρχική της μορφή. Εξάλλου εμφανίζεται μάλλον σαν γυναίκα και όχι κόρη του “γέρου”.

 

Ο “ΦΡΑΓΚΟΣ”

     Τέλος, ο “φράγκος” ντύνεται με κοινά “ευρωπαϊκά” παλιόρουχα (παντελόνι, σακάκι, φανέλα ή κάτι ανάλογο). “Ευρωπαϊκά” έλεγαν στη Σκύρο τις σύγχρονες ενδυμασίες σε αντίθεση με τις ντόπιες παραδοσιακές φορεσιές. Στο κεφάλι φοράει ό,τι καπέλο του αρέσει, ενώ το πρόσωπο το κρύβει με μια κοινή αποκριάτικη μουτσούνα. Απαραίτητο στοιχείο της κατά τα άλλα ελεύθερης μεταμφίεσής του, είναι ένα τσοπάνικο κουδούνι που κρεμιέται πίσω στη μέση κι ένα κοχύλι που κρατάει στο χέρι, το γνωστό στους ναυτικούς σαν “μπουρού”, όπου φυσά διαρκώς όταν κουνιέται ασταμάτητα πειράζοντας όσους παρακολουθούν το θέαμα.
Ο “φράγκος” ονομάστηκε έτσι γιατί είναι ο μόνος που δεν φοράει Σκυριανά ρούχα, αλλά “φράγκικα” (σακάκι – παντελόνι).

αποκρια σκυροΗ ΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

   Ανάμεσα στο τρίο ξεχωρίζει αδιαφιλονίκητα η μορφή του “γέρου” που δίνει τον τόνο, ουσιαστικά και ηχητικά, του αποκριάτικου ξεφαντώματος, ενώ συγχρόνως δημιουργεί τα κύρια ερωτηματικά για την προέλευση και το συμβολισμό του. Ο “γέρος” είναι ο αρχηγός της ομάδας και καμιά φορά εμφανίζεται χωρίς τους άλλους δύο, ενώ ποτέ ο “φράγκος” και η “κορέλα” δεν εμφανίζονται χωρίς τη συνοδεία του “γέρου”.
Η ομάδα συνήθως εμφανίζεται ενιαία. Το “γέρο” συνοδεύουν μία ή περισσότερες “κορέλες” κι ένας “φράγκος”. Κατηφορίζουν μαζί τους δρόμους του χωριού κι όπου βρουν ξέφωτο στέκονται για να βροντήξει ο βαρυφορτωμένος “γέρος” τα κουδούνια του ή για να επιδοθεί στο αγαπημένο του παιχνίδι μαγκώνοντας τον κόσμο με το μακρύ στραβοράβδι του, να χορέψει η “κορέλα” τον αποκριάτικο και να αστειευτεί ο “φράγκος” με τη “μπουρού” και τα πειράγματά του. Όταν σμίξουν δύο ή περισσότεροι “γέροι”, στέκονται και συναγωνίζονται στο “σείσιμο” των κουδουνιών, σχεδόν μέχρι εξάντλησης.
Όταν η ομάδα περιέλθει τους δρόμους και τελειώσει τις επισκέψεις της στα συγγενικά και φιλικά σπίτια, όπου πηγαίνει για να ξεκουραστεί και να κεραστεί, συνηθίζεται ν’ ανεβαίνει μέχρι το Κάστρο, όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Άη Γιώργη, του πολιούχου του νησιού. Εκεί, χτυπά χαρούμενα την καμπάνα της εκκλησίας, θέτοντας έτσι, πανηγυρικά, τέρμα στη διασκέδαση. Τα τελευταία χρόνια η τουριστικά οργανωμένη τελετουργία οδηγεί τις ομάδες των μασκαρεμένων, αφού διασχίσουν την αγορά, να καταλήξουν όλες στην πλατεία του Άη Στρατιού για την τελική επίδειξη.
Μολονότι σ’ όλη τη διάρκεια της αποκριάς το χωριό αντιλαλεί απ’ το κουδούνισμα αυτών των παράξενων μορφών, την τελευταία Κυριακή οι μασκαράδες εμφανίζονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό.
Παλιότερα τα παιδιά γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο, έχοντας ξεχωριστή αμφίεση. Στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τους “γέρους”, υπήρχε η συνήθεια να ζώνονται με απομιμήσεις κουδουνιών από καλάμι (“καλαμκάνια”) ή από ένα ειδικό φυτό, την “καρώνα”, που ήταν το ιερό φυτό του Διονύσου νάρθηξ. Τα παιδιά ξερίζωναν το φυτό, έδεναν κατόπιν τα φύλλα του με λεπτό σχοινί και περιζώνονταν μ’ αυτά, αντί για κουδούνια, κρατώντας στο χέρι τους το βλαστάρι του φυτού που μοιάζει με κέρατο. Άλλα, πάλι, φορούσαν στη μέση τους κέρατα, που φρόντιζαν να τα μαζεύουν από πριν.

 

ΠΑΛΙΟΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ

   Η τριάδα του “γέρου”, της “κορέλας” και του “φράγκου” διατήρησε τη συνοχή και την εμφάνισή της μέσα στο χρόνο, δίπλα στις ποικίλες και εναλλασσόμενες μεταμφιέσεις. Παλιότερα, εκτός από τα τρία αυτά μεταμφιεσμένα πρόσωπα, νέοι άνδρες της Σκύρου ντύνονταν “νυφάδες” ή “νύφες”, δηλαδή φορούσαν Σκυριανές γαμήλιες στολές, και σε αντίθεση με τη βασική τριάδα, οι εκδηλώσεις τους ήταν σεμνές, κόσμιες και αθόρυβες. Αποτελούσαν έτσι μια ομάδα 5-10 ατόμων, στην οποία ήταν επικεφαλής, ένας άλλος προσωπιδοφόρος, με φουστανέλα ή βράκα και φέσι, επάργυρα πιστόλια και σπαθί, καλούμενος “γιανίτσαρης” ή “γενίτσαρης”. Την ομάδα συνόδευε συνήθως ένας οργανοπαίκτης και την ακολουθούσε ένας “γέρος”, που κυρίως φύλαγε τις “νυφάδες” και δεν επέτρεπε να τις πλησιάσουν, ώστε να μην προκληθούν ζημιές στις πολύτιμες νυφικές στολές.
Το έθιμο των “νυφάδων”, για το οποίο υπάρχουν περιγραφές μέχρι τη δεκαετία του 1920, δεν έχει επιβιώσει στις μέρες μας. Θυμίζει ανάλογο έθιμο στη Νάουσα της Ημαθίας. Εκεί οι νέοι ντύνονται με παραδοσιακές τοπικές στολές και κατάλληλες προσωπίδες, “μπούλες” (δηλαδή, νύφες) και “γενίτσαροι”, συγκροτούνται σε ομάδες και γυρίζουν την πόλη χορεύοντας κάτω από τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών.

ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

     Οι Σκυριανές αποκριές, εκτός από τις παραδοσιακές εκδηλώσεις των μεταμφιεσμένων σε “γέρους”, “κορέλες” και “φράγκους”, είχαν και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή. Ήταν οι πρόχειρες υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και απαγγελίες σατυρικών στίχων, από ερασιτέχνες ποιητές και ηθοποιούς. Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι είχε μακρύτατες χρονικές ρίζες στη Σκύρο.
Η αποκριάτικη σάτιρα εκφραζόταν με δύο τρόπους: α) από ομίλους σε στυλ θιάσου και β) από μεμονωμένους ρήτορες και ποιητές.
Οι θεατρικοί όμιλοι ήταν προσωρινοί, γιατί εμφανίζονταν μόνο στις αποκριές. Οι μεταμφιέσεις των “ηθοποιών” ήταν πρόχειρες, αντίθετα από τις φορεσιές του “γέρου” και της “κορέλας” που είναι τελετουργικά τυπικές και φυλάγονται όλο το χρόνο με ξεχωριστή επιμέλεια στα μπαούλα για να διατηρούνται καθαρές και καινούργιες. Η παράσταση αποτελούνταν συνήθως από 3 έως 6 πρόσωπα και ο διάλογος γινόταν σε έμμετρους στίχους. Δεν υπήρχαν μόνιμα αποκριάτικα έργα, αλλά κάθε χρόνο γράφονταν και παίζονταν νέα, επειδή έπαιζε ρόλο η επιλογή επίκαιρων και καυτών θεμάτων.
Η δεύτερη μορφή παρουσίασης ήταν η απαγγελία της έμμετρης σάτιρας. Στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχαν περισσότερα πρόσωπα, αλλά οι στίχοι απαγγέλλονταν από ένα άτομο που άλλοτε ήταν ο ίδιος ο ποιητής και άλλοτε ένας “ειδικός εκτελεστής” που είχε την άδεια του συγγραφέα. Το περιεχόμενο ήταν παρόμοιο με του θεατρικού κειμένου.
Τα αποκριάτικα αυτά κείμενα είναι συνήθως εξαιρετικά και κατέχουν ξεχωριστή θέση όχι μόνο στη λαογραφία, αλλά και στη λαϊκή λογοτεχνία του Σκυριανού λαού. Σ’ αυτά βρίσκει κανείς βαθύτερα στοιχεία, πληροφορίες και αλήθειες της Σκυριανής ζωής.
Τις τελευταίες δεκαετίες, στις αποκριάτικες εκδηλώσεις του Χωριού, παίρνουν μέρος οργανωμένοι σε ιδιαίτερους ομίλους και οι ψαράδες του Μώλου και της Λιναριάς. Οι εμφανίσεις των ομίλων αυτών, έχουν έντονο το χαρακτήρα της επαγγελματικής και κοινωνικής τους ζωής και οργάνωσης· μ’ αυτές εκφράζεται η ιδιαίτερη αντίληψη που έχουν για τη ζωή και το γλέντι, σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες του νησιού. Η εμφάνιση τους γίνεται με αυτοσχέδια “άρματα” ψαράδικου ή γενικότερα ναυτικού περιεχομένου και σχετικούς διαλόγους. Οι ψαράδες αναπαριστώντας τη ναυτική ζωή, οργανώνουν την “τράτα” και σατιρίζουν έμμετρα καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν την κοινωνική ζωή της Σκύρου.
Την Καθαρή Δευτέρα σχεδόν όλοι οι Σκυριανοί, ντυμένοι με παραδοσιακές τοπικές στολές, κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού, τραγουδούν και χορεύουν Σκυριανά τραγούδια. Είναι μια καλή ευκαιρία να δει κανείς τους ντόπιους χορούς.

 

αποκρια σκυροΟΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

     “Κουδουνάτοι” μασκαράδες εμφανίζονται και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας. Ιδίως σε ποιμενικούς τόπους, Θεσσαλία, Μακεδονία (“μπαμπόγεροι”, “λογκατσάρια”) αλλά και στη Χίο, Σμύρνη και αλλού. Μολονότι το έθιμο των “κουδουνάτων” δεν φαίνεται να υπάρχει μόνο στη Σκύρο, είναι ωστόσο ένα από τα σπάνια αποκριάτικα έθιμα, μοναδικό στην ειδική του μορφή, που διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα στη Σκύρο και προκάλεσε κάθε λογής κρίσεις και ερμηνείες.
Η ξεχωριστή μορφή των “γέρων” της Σκύρου, επέσυρε από νωρίς την προσοχή πολλών ντόπιων και ξένων παρατηρητών. Τα κείμενά τους προσφέρουν μια ολοκληρωμένη αναπαράσταση για την αποκριάτικη γιορτή και τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών της, όπως την είδαν εδώ κι έναν αιώνα.
Η παλιότερη περιγραφή της Σκυριανής αποκριάς και των “γέρων” είναι του J.C. Lawson, εταίρου της Βρεταννικής Σχολής Αθηνών, που βρέθηκε στη Σκύρο την αποκριά του 1900, παρακολούθησε το “παράδοξο θέαμα” και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του στο ετήσιο δελτίο της Σχολής. Περιγράφει το “γέρο” και τα κουδούνια του με λεπτομέρειες, χωρίς να αναφέρει καθόλου “κορέλες” και “φράγκους”. Θεωρεί το έθιμο παλαιότατο και κάνει υποθέσεις για την καταγωγή του από “βακχικό ή άλλο θρησκευτικό όργιο”.
Η μάσκα και τα κουδούνια φαίνεται πως έκαναν τον Lawson να πιστέψει πως η μεταμφίεση γινόταν με μοναδικό σκοπό να μοιάζει ο “γέρος” με τράγο. Γι’ αυτό άλλωστε μιλάει για “χορό ζώων” (beast-dance), ενώ δεν πρόκειται ούτε για χορό ούτε για μεταμφίεση σε ζώα. Είναι βέβαιο πως στη Σκυριανή αποκριά, εκτός από το χαρακτηριστικό τρίο, εμφανίζεται και πλήθος από άλλες φιγούρες ανθρώπων ή ζώων. Η άποψη για το χορό ζώων οφείλεται μάλλον σε παρανόηση.
Η δεύτερη περιγραφή είναι σχεδόν σύγχρονη με του Lawson και προέρχεται από το Σκυριανό σχολάρχη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που δημοσίευσε το 1901 τη μελέτη του “Η νήσος Σκύρος”. Σ’ αυτήν αναφέρεται στα ντόπια αποκριάτικα έθιμα, μιλάει για το “γέρο”, όπως τον έχουμε ήδη περιγράψει και για τις “νύφες”, που τις συνοδεύει ο “γενίτσαρης”, τις οποίες όμως δεν ταυτίζει με τις “κορέλες”. Επίσης γράφει για διάφορες άλλες αποκριάτικες μασκαράτες (κοσκινάδες, γιατροί, γύφτοι) χωρίς να μνημονεύει το “φράγκο” ή την ενότητα της ομάδας που αναφέραμε.
Το Μάρτιο του 1905, ένας άλλος εταίρος της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, ο Richard Dawkins, οδηγημένος από την περιγραφή του Lawson, πήγε ειδικά στη Σκύρο για να μελετήσει το αποκριάτικο έθιμο. Τις εντυπώσεις του τις δημοσίευσε στο δελτίο της Σχολής. Η περιγραφή του είναι λεπτομερής και προσεκτική. Μας δίνει μια πιστή εικόνα της μασκαρεμένης τριάδας και ιδίως του “γέρου”. Για την ερμηνεία του εθίμου σημειώνει απλώς σαν “λαϊκή εξήγηση”, την παράδοση του κατεστραμμένου μισότρελου τσοπάνη που φορτώθηκε τα κουδούνια των χαμένων προβάτων του.
Ο Dawkins μαθαίνοντας για τους “κουδουνάτους” της Θράκης, επισκέφθηκε το 1906 τη Βιζύη (Βίζα) στη Θράκη και παρακολούθησε εκεί την αποκριάτικη παράσταση των “καλόγερων”, στην οποία μετέχουν και δύο “καλόγεροι”, κουκουλωμένοι με προβιές και ζωσμένοι λίγα κουδούνια. Σε μελέτη που δημοσίευσε, υποστηρίζει πως το Θρακικό έθιμο αποτελεί επιβίωση της Διονυσιακής λατρείας και αναπαριστάνει το θαύμα της ανοιξιάτικης αναγέννησης της φύσης. Μ’ αυτή τη βάση, συσχετίζοντας τους “κουδουνάτους” της Θράκης και της Σκύρου, επεκτείνει τη θεωρία – με μάλλον αυθαίρετους συλλογισμούς – στην αποκριάτικη μασκαράτα της Σκύρου, υποθέτοντας ότι ερημώθηκε το νησί από το Βενετσιάνικο στόλο στα μέσα του 17ου αιώνα και στη συνέχεια αποικίστηκε από Θράκες.
Την ίδια εποχή (1905-1906) επισκέφθηκε τη Σκύρο ο Γερμανός αρχαιολόγος καθηγητής Karl Fredrich. Αναφερόμενος στις παραδοσιακές τοπικές γιορτές, μνημονεύει και τα αποκριάτικα έθιμα. Περιγράφει με συντομία την τριάδα “γέρου”, “κορέλας” και “φράγκου” και χωρίς να προχωρεί σε ερμηνείες υπενθυμίζει την πιθανή σχέση ανάμεσα στο γυναικείο ντύσιμο των αγοριών και στη γνωστή μυθολογική μεταμφίεση του Αχιλλέα.
Τα άρθρα του Lawson και του Dawkins, διάβασε ο Σκυριανός γυμνασιάρχης και ιστορικός Δημήτριος Παπαγεωργίου, που δημοσίευσε το 1910 μια μελέτη για τις Σκυριανές αποκριές στο περιοδικό “Λαογραφία”. Βρίσκει την ευκαιρία να σημειώσει τα σφάλματα και τις παρεξηγήσεις που ήταν φυσικό να κάνουν οι ξένοι επισκέπτες, αφού για πρώτη φορά αντίκριζαν το θέαμα. Εξιστορεί τις αποκριάτικες συνήθειες, όπως τις έζησε κι ο ίδιος, αποκρούει ανεπιφύλακτα την υπόθεση του χορού των ζώων και την προσθήκη του “φράγκου” στην αρχική δυάδα και επαναλαμβάνει τις άλλες αποκριάτικες μεταμφιέσεις (“νύφες”, “φουστανελάδες”, “γενίτσαροι”, κλπ.).
Ο Παπαγεωργίου, δίνοντας τη δική του περιγραφή, διαπιστώνει πως δύο είναι οι κύριοι τύποι της αποκριάτικης μασκαράτας στη Σκύρο. Ο πρώτος περιλαμβάνει τις “νυφάδες”, που τις προστατεύει ο “γενίτσαρης”· ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει τις ομάδες των “γέρων” με τις “κορέλες”. Ο Παπαγεωργίου αναφέρεται και στις δύο λαϊκές εξηγήσεις που κυκλοφορούσαν στην εποχή του. Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το έθιμο θεωρεί τις λαϊκές εξηγήσεις ως μυθεύματα και φαίνεται να προσχωρεί στην άποψη περί επιβίωσης της Διονυσιακής λατρείας.
Στα επόμενα χρόνια πλήθυναν οι αναφορές στις Σκυριανές αποκριές και έχουμε αρκετές περιγραφές και ερμηνείες. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια μια σειρά άρθρων σε εφημερίδες, κινηματογραφικών ταινιών μικρού μήκους – σημειώνουμε το ντοκιμαντέρ “Ο χορός των τράγων της Σκύρου” του Παντελή Βούλγαρη – και τηλεοπτικών προβολών (αφιερώματα σε εκπομπές της ΕΡΤ), πέτυχαν μια εντυπωσιακή παρουσίαση της Σκυριανής αποκριάς στο ευρύτερο ελληνικό κοινό.

 

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ

     αποκρια σκυροΗ κύρια λαϊκή εξήγηση του εθίμου είναι πως ο “γέρος” ντύνεται έτσι σε ανάμνηση ενός τσοπάνη που έχασε όλα του τα πρόβατα απ’ τη βαρυχειμωνιά κι αφού τα έγδαρε, ήρθε στο χωριό τον καιρό της αποκριάς ζωσμένος στη μέση με τα κουδούνια και τα δέρματά τους για να διαλαλήσει το νέο, μαζί με την κουρελιασμένη γυναίκα του (“κορέλα”). Την εξήγηση αυτή αναφέρει ο Δ. Παπαγεωργίου, αλλά και ο λαϊκός αφηγητής Ανέστης Φραγκούλης, όπως την άκουσε απ’ τους παλιότερους. Η ακούσια αυτή παράσταση φαίνεται πως εντυπωσίασε τόσο πολύ τον κόσμο, ώστε στις αναμνηστικές επαναλήψεις, τα επόμενα χρόνια, γινόταν όλο και πιο φροντισμένη, ώσπου καθιερώθηκε σαν αποκριάτικο έθιμο.
Σχετικά με την εξήγηση αυτή, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η πλήρης έλλειψη χειμαδιών στις Σκυριανές μάντρες, αφήνει εντελώς απροστάτευτα τα κοπάδια, που σε περίπτωση μεγάλης βαρυχειμωνιάς, παθαίνουν, όχι σπάνια, ολοκληρωτική καταστροφή. Εξάλλου κυρίως οι τσοπάνηδες είναι αυτοί που ντύνονταν “γέροι”.

Παλιότερα υπήρχε άλλη μία λαϊκή εξήγηση που ανέφερε, πως το ζευγάρι κρατάει από πολύ παλιά και προέρχεται απ’ τη Κωνσταντινούπολη. Η διήγηση λέει πως την παλιά εποχή ξεπεσμένοι και άτυχοι άνθρωποι αναγκάζονταν να ζητιανεύουν μασκαρεμένοι, ιδίως τις αποκριάτικες νύχτες, κάτω απ’ τα ψηλά και κλειστά παλάτια των αρχόντων, που βούιζαν απ’ το γλεντοκόπημα και πως για ν’ ακουστούν μέσα στο θόρυβο του γλεντιού, χτυπούσαν τα κουδούνια που έφερναν μαζί τους.
Πέρα από τις λαϊκές εξηγήσεις, η πιο συνηθισμένη ερμηνεία του εθίμου μένει προσκολλημένη στην υπόθεση για κατάλοιπα της αρχαίας Διονυσιακής λατρείας. Η προβιά του “καπότου” και η κατσικίσια προσωπίδα συσχετίζονται με τη ζωομορφική εμφάνιση των συνοδών του Διονύσου. Οι “γέροι” θεωρούνται σαν μεταμφιεσμένοι τράγοι, οι δε κινήσεις τους για το βρόντημα των κουδουνιών σαν “χορός των τράγων” και μάλιστα με φανερή σεξουαλική σημασία που παραπέμπει στην οργιαστική ατμόσφαιρα των Διονυσίων.
Καθώς ο Διονυσιακός μύθος περιέχει και την ιδέα της επιστροφής από το θάνατο στη ζωή μέσα στον κύκλο της φυσικής αναγέννησης, έγινε προσπάθεια να προστεθεί αυτός ο συμβολισμός και στη Σκυριανή αποκριά με τη μεταφορά στοιχείων της αποκριάτικης παράστασης των Θρακικών χωριών. Υπάρχει, ακόμη, η άποψη πως στην αρχαία Σκύρο λατρευόταν ιδιαίτερα ο Διόνυσος και μάλιστα ήταν ο θεός προστάτης της πόλης. Τη θεωρία αυτή υποστήριξε ο Κώστας Φαλτάϊτς στη μελέτη του “Ναοί και λατρεία του Διονύσου εν Σκύρω”, βασιζόμενος κυρίως σε πολλά τοπωνύμια.
Μια άλλη τολμηρή ερμηνεία ανιχνεύει την προέλευση της Σκυριανής αποκριάς στις ρίζες της ανθρώπινης ιστορίας, με την υπόθεση πως στις απόκριες έχει επιβιώσει η νικητήρια γιορτή των αιγοτρόφων φυλών μετά την προϊστορική σύγκρουσή τους με τους γεωργούς – βοοτρόφους στην οποία επικράτησαν (Μάνος Φαλτάϊτς). Ο ακριβής χρόνος και ο τόπος αυτής της μάχης δεν προσδιορίζονται. Ο συμβολισμός των τράγου – κατσίκας με τους “γέρο” – “κορέλα” υποδηλώνει τη μεταμφίεση του θρησκευτικού τους τοτέμ. Μάλιστα συσχετίζεται η τρισεβδομαδιαία διάρκεια της αποκριάς με την ισόχρονη πιθανή διάρκεια της μυθικής μάχης βοοτρόφων – αιγοτρόφων.
Αυτές είναι οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα για την πιθανή προέλευση του αποκριάτικου εθίμου της Σκύρου. Έχουν το μειονέκτημα πως θέτουν εκ των προτέρων (a priori) μια εκδοχή και στη συνέχεια προσπαθούν οπωσδήποτε να εντάξουν σ’ αυτήν τα διάφορα στοιχεία που υπάρχουν. Το αν έχουν επιβιώσει τόσο παλιά κατάλοιπα μέσα στις μορφές του “γέρου” και της “κορέλας” είναι υποθέσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να εξιχνιαστούν. Μπορούν όμως να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις για όσα έχουν κατά καιρούς υποστηριχτεί.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο γέρος είναι μεταμφιεσμένος τράγος. Σε καμιά λαϊκή παράδοση δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, ενώ οι σύγχρονοι Σκυριανοί μένουν απορημένοι για την ευκολία με την οποία μετατράπηκαν σε τράγους οι παραδοσιακοί “γέροι” τους. Μπορεί ο “γέρος” να έχει φοβερή εμφάνιση, αλλά με τράγο δεν μοιάζει σε τίποτα. Δεν έχει κέρατα, το ντύσιμό του είναι καθαρά τσοπάνικο απ’ τα “τροχάδια” ως το “στραβοράβδι” και εφόσον αποφάσισε να κρύψει το πρόσωπο του, όπως όλοι οι μασκαράδες, ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσει προβιά. Για να φαίνεται γέρος βάζει ψεύτικη καμπούρα, που παράλληλα τον διευκολύνει στο στήριγμα των βαριών κουδουνιών.
Από τη Διονυσιακή λατρεία δεν είναι εύκολο να ανακαλύψουμε θετικά υπολείμματα. Η οργιαστική μορφή είναι μάλλον άγνωστη, οι σχέσεις των “γέρων” με τις “κορέλες” άψογες και οι κινήσεις του “γέρου” είναι αυτές ακριβώς που του επιτρέπουν να βροντάει καλύτερα τα κουδούνια του. Η συνοδεία της “κορέλας” και ιδίως με την παλιότερη μορφή των “νυφών”, που μνημονεύουν οι ιστορικοί της Σκύρου, δεν αποκλείεται βέβαια να σχετίζεται με παλιές παραδοσιακές επιβιώσεις, αλλά η διερεύνησή τους απαιτεί πολύ βαθύτερη μελέτη.
Η άποψη ότι ο “φράγκος” μπορεί να θεωρηθεί σαν Βακχικός συνοδός είναι εντελώς ανυπόστατη. Γιατί ο “φράγκος” είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερη φιγούρα που προστέθηκε πολύ αργότερα στην αποκριάτικη παράσταση, χωρίς να έχει καμιά σχέση με τη Φραγκοκρατία, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους, αφού οι ντόπιοι ιστορικοί ούτε καν τον μνημονεύουν.
Επίσης η παρεμβολή του διονυσιακού στοιχείου για την αναγέννηση της φύσης δεν είναι εύκολο να βρει στηρίγματα στο έθιμο των “γέρων”, αφού ούτε αναπαράσταση φόνου υπάρχει, ούτε κανένα ζωντάνεμα νεκρού περιέχεται στη Σκυριανή αποκριάτικη μίμηση. Αβάσιμη, εξάλλου, είναι και η υπόθεση για τη μεταφύτευση του Θρακικού εθίμου στη Σκύρο, αφού ούτε ερήμωση του νησιού, ούτε Θρακικός αποικισμός, πιστοποιούνται.
Για την άποψη ότι επιβιώνει ο γιορτασμός της μυθικής νίκης των αιγοτρόφων φυλών στη Σκυριανή αποκριά, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως από τα στοιχεία που παρατίθενται για τη στήριξη της υπόθεσης (σύγκρουση, παρελάσεις, κερατοφορία, κλπ.) κανένα δεν φαίνεται να διατηρήθηκε στην παραδοσιακή μορφή του Σκυριανού εθίμου των “γέρων”.

Οπωσδήποτε το έθιμο στη σύγχρονη μορφή του έχει ενιαία εμφάνιση, περιλαμβάνοντας το “γέρο”, την “κορέλα” και το “φράγκο”. Κι αν δεχτούμε πως ο “φράγκος” είναι νεώτερη προσθήκη – χωρίς ωστόσο να εξηγείται η σημερινή άρρηκτη προσκόλλησή του στο ντουέτο “γέρου”-“κορέλας” – απομένουν ο “γέρος” και η “κορέλα” σαν τα μόνα στοιχεία της συμβολικής αναπαράστασης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αναπαράσταση δεν είναι τυχαία αλλά συμβολική. Το μαρτυρεί η επίμονη διατήρησή της που, έστω με παραλλαγές, έφτασε ως τις μέρες μας, ενώ είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε άλλη συμπτωματική μεταμφίεση, οσοδήποτε πετυχημένη, δεν θα άντεχε στο πέρασμα του χρόνου, όπως δεν άντεξαν άλλοι μασκαράδες που κάποτε είχαν σημειώσει μεγάλη επιτυχία.

Όλες οι σχετικές ερμηνευτικές προσπάθειες έχουν ένα κοινό στοιχείο, την παλαιότητα του εθίμου. Δηλαδή, ότι το έθιμο επιβίωσε μέσα από τα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας ή στη συγκαταβατικότερη περίπτωση διαμορφώθηκε στους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας, του Βυζαντινού ελληνισμού ή τέλος της Φράγκικης και Τούρκικης σκλαβιάς. Πάνω σ’ αυτό, επίσης, δεν έχουμε κανένα θετικό στοιχείο. Κανείς απολύτως απ’ όσους έγραψαν για τη Σκύρο στα μεσαιωνικά χρόνια δεν αναφέρει τίποτα σχετικό και καμιά σχετική μνεία δεν έχει ως τώρα βρεθεί σε αρχειακά έγγραφα. Στα νεώτερα χρόνια η πρώτη περιγραφή είναι των αρχών του αιώνα μας.
Αντίθετα υπάρχει ένα βαρυσήμαντο στοιχείο, ειδικά για το θέμα των “γέρων”. Ο Γερμανός μεταλλειολόγος Karl Fiedler βρέθηκε στη Σκύρο το Φλεβάρη του 1835 και περιέγραψε τη Σκυριανή αποκριά. Παρακολούθησε τις αποκριάτικες γιορτές, είδε τους τοπικούς χορούς, λίγους μασκαράδες ντυμένους γυναίκες και μερικούς άλλους που μεταχειρίζονταν για άσεμνες χειρονομίες τις νεροκολοκύθες. Δεν αναφέρει ούτε λέξη για “γέρους” και κουδούνια. Οι λεπτομερείς περιγραφές των Σκυριανών εθίμων από τον Fiedler δείχνουν ότι ήταν εξαιρετικά παρατηρητικός. Άρα είναι λογικό να υποθέσουμε πως το έθιμο των “γέρων” δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί στα 1835.
Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι το έθιμο δημιουργήθηκε στα νεώτερα χρόνια, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν συγχρόνως δεχτούμε ή απορρίψουμε τη λαϊκή εξήγηση του μισότρελου τσοπάνη. Αληθινό ή όχι αυτό το περιστατικό, δεν στάθηκε παρά μονάχα η αφορμή για να χρησιμοποιήσει ο Σκυριανός μασκαράς το υλικό της μεταμφίεσης απ’ το καθημερινό περιβάλλον του.
Είναι φυσικό, εξάλλου, στην εξελικτική πορεία του εθίμου να έγιναν βαθμιαίες παραλλαγές και προσμίξεις που τις βοηθούσε τόσο η ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει γενικά τις αποκριάτικες εμφανίσεις όσο και ή επίδραση των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών. Έτσι μπορεί η “νύφη” που άλλοτε συνοδευόταν απ’ τους “φουστανελάδες” και τους “γενίτσαρους”, να μετατράπηκε σε “κορέλα” συνοδό του κυρίαρχου “γέρου”, όταν η ανάμνηση των γενίτσαρων άρχισε να ξεθωριάζει. Και ακόμα ο “φράγκος” που ξεκίνησε από τη διακωμώδηση αυτών που φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα, ιδιαίτερα των γιατρών και των δικηγόρων, να μετατράπηκε σε υπηρέτη της δυάδας όταν ο αρχικός συμβολισμός είχε ξεπεραστεί.
Ιδιαίτερα σε σχέση με τη μορφή του κουδουνάτου “γέρου”, έχει σημασία να μη ξεχνάμε πως η Σκύρος, παρ’ όλο που είναι νησί, διατήρησε επί αιώνες ποιμενικό χαρακτήρα. Ήταν φυσικό να διαμόρφωσε μεγάλο μέρος των παραδόσεών της από το χαρακτήρα αυτό και ήταν επίσης φυσικό ν’ αναζήτησε και να δανείστηκε για τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις στοιχεία από το χαρακτήρα αυτό. Ο τσοπάνης, ήταν το βασικό πρόσωπο που κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη τη ζωή του νησιού. Η καθαρά ποιμενική εμφάνιση του “γέρου” με τη βασική φορεσιά του τσοπάνη, την προβιά της μάσκας, τα τσοπάνικα κουδούνια της μέσης, παραπέμπει στο χαρακτήρα του νησιού.
Για τους ίδιους λόγους, άλλωστε, η ερμηνεία του αφανισμένου τσοπάνη που φορτώθηκε τα κουδούνια των ψόφιων προβάτων του, βρήκε τόση απήχηση στη λαϊκή φαντασία και κυριάρχησε σαν παραδοσιακή εξήγηση του εθίμου. Όχι γιατί υπάρχει κανένα στοιχείο που να μπορεί να τη στηρίξει, αλλά γιατί προβάλλει σαν πιθανή σε συνδυασμό με τις τοπικές συνθήκες. Και σαν τέτοια είναι ιδιαίτερα ελκυστική.

 

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ

     αποκρια σκυροΤα νεότερα χρόνια με τη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως οι ψαράδες της Λιναριάς και του Μώλου, έγινε αισθητή η ταξική αντίληψη του γιορτασμού της αποκριάς. Κάθε κοινωνική ομάδα, παίρνει μέρος στις αποκριάτικες εκδηλώσεις με το δικό της τρόπο, που είναι σύμφωνος με το χαρακτήρα του επαγγέλματος και της κοινωνικής της παράδοσης. Οι τσοπάνηδες έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα ή τουλάχιστον τον κύριο ρόλο στο σχηματισμό των πατροπαράδοτων ομίλων με τους “γέρους” και τις “κορέλες”. Οι κοινωνικές ομάδες των ψαράδων της Λιναριάς και του Μώλου σχηματίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, γι’ αυτό δεν κατάφεραν να αφομοιώσουν τα παραδοσιακά πολιτιστικά στοιχεία των παλιότερων κοινωνικών ομάδων του νησιού. Επίσης, οι σχέσεις των ψαράδων με τους κατοίκους του Χωριού χαρακτηρίζονταν από αντιθέσεις, κυρίως με τους τσοπάνηδες που πάντα κρατούσαν μια στάση επιδεικτικής υπεροχής απέναντι στους ψαράδες.
Είναι αξιοσημείωτη η εμμονή στην παράδοση που δείχνει ο Σκυριανός λαός, χάρη στην οποία διατηρήθηκε και διατηρείται ακόμα αυτό το έθιμο, καθώς και πλήθος άλλες συνήθειες. Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως νοθεύεται συνεχώς με το πέρασμα του χρόνου και υπάρχει κίνδυνος βαθμιαίου εκφυλισμού του. Με την παρεμβολή ξένων στοιχείων στο γιορτασμό τείνει να διαφοροποιηθεί ο χαρακτήρας της Σκυριανής αποκριάς, ενώ με τον τουρισμό οι γιορτές κινδυνεύουν να χάσουν τον αυθορμητισμό τους. Θα ήταν αδιανόητο με τα σημερινά μέσα επικοινωνίας, την καθημερινή επαφή με τα αστικά κέντρα, τη μετανάστευση και την τουριστική ανάπτυξη, να μείνει ανέπαφο και καθαρό στην πρώτη του μορφή ένα έθιμο τόσο παλιό και ανεξιχνίαστο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξ. Αντωνιάδης: Ένα παράδοξο αποκριάτικο έθιμο στη Σκύρο (Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τόμος ΙΣΤ, Αθήναι 1970) (αναδημοσιεύεται στο βιβλίο “Σκυριανά Ανάλεκτα” – Αθήνα 1995)
Ξ. Αντωνιάδης: Η σκυριανή αποκριά (Περιοδικό “Ζυγός” – Τεύχη 1-2/1978) (αναδημοσιεύεται στο βιβλίο “Σκυριανά Ανάλεκτα” – Αθήνα 1995)
Ξ. Αντωνιάδης: Η Σκύρος στους περιηγητές και γεωγράφους (Έκδοση Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών – Αθήναι 1977)
Χαρά Κουλεντιανού: Απόκριες στη Σκύρο – Ο χορός των τράγων (Περιοδικό “Ταχυδρόμος” – Τεύχος 652/25-2-1967)
Χαρά Κουλεντιανού: The goat-dance of Skyros (Αθήνα 1977) (στα Αγγλικά)
Μ. Κωνσταντινίδης: Η νήσος Σκύρος (Αθήναι 1901)
Δ. Παπαγεωργίου: Αι Απόκρεω εν Σκύρω (Περιοδικό “Λαογραφία” – Τόμος Β΄, 1910)
Νίκη Πέρδικα: Σκύρος (Αθήνα 1940)
Β. Περσείδης: Το σκυριανό δημοτικό τραγούδι (Έκδοση Συλλόγου Σκυριανών – Αθήνα 1994)
Κ. Φαλτάϊτς: Ναοί και λατρείαι του Διονύσου εν Σκύρω (Αθήναι 1939)
Μ. Φαλτάϊτς: Το καρναβάλι της Σκύρου και η καταγωγή των Απόκρεω (Περιοδικό “Ελληνική Λαϊκή Τέχνη” – Αθήνα 1972)
Μ. Φαλτάϊτς: Λαϊκό θέατρο και αποκριάτικη σάτυρα στη Σκύρο (Αθήνα 1973)
Α. Φραγκούλη: Σκυριανοί αντίλαλοι (Σκύρος 1954)